Χτισμένη σε μια βραχώδη πλαγιά με θέα τον Ψηλορείτη, η κατοικία διέπεται από μία μεγάλη ιστορία. Το κτήριο κατασκευάστηκε το 1935 από το παππού του σημερινού ιδιοκτήτη, προκειμένου να στεγάσει την οικογένεια του μετά το γάμο του με την Αγγελική Καλοειδά, προς τιμήν την οποίας ονομάστηκε Villa Angelica. Η επιλογή της θέσης έγινε με γνώμονα τη φυσική προστασία του σπιτικού από τα καιρικά φαινόμενα, την πανοραμική του θέα στον βουνό καθώς και τη γαλήνη που προσφέρει η τοποθεσία.
Η υφιστάμενη κατοικία αποτελείται από δυο διακριτούς όγκους. Η νέα αρχιτεκτονική πρόταση στοχεύει στην ενοποίηση των δύο αυτών όγκων σε ένα σύνολο αλλά την καθαρή κυκλοφορία γύρω από αυτούς. Τα εξωτερικά κελύφη της παλαιάς κατοικίας διατηρούνται και ενοποιούνται για να καλυφτεί η ανάγκη για περισσότερο χώρο. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στον αρχιτεκτονικό ‘διάλογο’ του κτίσματος με το βραχώδες περιβάλλον του. Το συγκρότημα αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, δημιουργώντας δύο διακριτές κατοικίες ανά όροφο. Όλες οι κατοικίες σαφώς απολαμβάνουν τη θέα προς τον Ψηλορείτη.
Η κατοικία που βρίσκεται στο ισόγειο επίπεδο είναι προσανατολισμένη προς το δρόμο. Οι χώροι διημέρευσης του καθιστικού, της τραπεζαρίας και της κουζίνας τοποθετούνται σε ανοιχτή διάταξη χώρος ενώ τα δωμάτια σχεδιάζονται πιο απομονωμένα. Η δεύτερη κατοικία αναπτύσσεται στα πάνω επίπεδα με τους χώρους καθημερινής χρήσης να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του δευτέρου επιπέδου. Στο τρίτο επίπεδο βρίσκεται ένα επιπλέον υπνοδωμάτιο με en-suite λουτρό, πρόσβαση στο οποίο γίνεται μέσω εσωτερικής κλίμακας.
Το σπίτι χτίστηκε αρχικά από πέτρα, που συγκεντρώθηκε από το λατομείο ιδιοκτησίας του ιδιοκτήτη στον Μέρωνα (που σώζεται ακόμα και σήμερα και είναι επισκέψιμο). Το υλικό αυτό αναδεικνύεται και ενισχύεται έτσι ώστε να επιτευχθεί η ένταξη του κτίσματος στον περίγυρο του. Δημιουργούνται νέα τοξωτά ανοίγματα τα οποία αντλούν επιρροή από την παραδοσιακή Κρητική αρχιτεκτονική.
Επιπροσθέτως, προτείνεται ένας ιδιαίτερος εξωτερικός χώρος ο οποίος αναπτύσσεται πάνω στο βράχο και αποτελεί συνέχεια του φυσικού ανάγλυφου. Το αίθριο που δημιουργείται μεταξύ του κτισμένου όγκου και του βράχου προσφέρει ιδιωτικότητα στον επισκέπτη. Ο εξωτερικός αυτός χώρος αναπτύσσεται με αυξανόμενες στάθμες πάνω στο βραχώδες πρανές, πρόσβαση στο οποίο επιτυγχάνεται μέσω ενός μονοπατιού λαξευμένου στο βράχο. Το μονοπάτι προσδίδει μια μυστηριώδη διάσταση στον χώρο καθώς σβήνει μέσα στο βουνό. Ανάλογη ατμόσφαιρα δημιουργείται και στο πρώτο επίπεδο, με το μικρό καθιστικό που λαξεύεται μέσα στον αντίστοιχο βράχο.
Φωτογράφος: Έφη Παρούτσα